τιμιώτερον

τιμιώτερον
τίμιος
valued
adverbial comp
τίμιος
valued
masc acc comp sg
τίμιος
valued
neut nom/voc/acc comp sg
τίμιος
valued
masc acc comp sg
τίμιος
valued
neut nom/voc/acc comp sg
τίμιος
valued
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • LABARUM vel LABORUM — vexillum militare, a temporibus Constantini Mag. qui contra Maxentium pugnaturus, signo in aere viso, cum verbis: Ε᾿ν τούτῳ νΐκα, In hoc vince, confirmatus, paulo post felici eventu conflixit. Erat autem hasta longa, cum ligno in apice transverso …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MENSA Sacra — Eucharistia est, cui nomen hoc a loco, in quo a CHRISTO instituta, est inditum, ἐπουράνιος τράπεζα, in Iacobi Liturgia, ἱερὰ, μυςτικὴ, φρικώδης τράπεζα Chrysostomo: τοῦ Σωτῆρος τράπεζα, Palladio in Vita Chrysostomi, ubi de modo iurandi, κατὰ τῆς… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγχούρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Μίδα, βασιλιά της Φρυγίας. Κάποτε στη Φρυγία, κοντά στις Κελαινές, άνοιξε ένα μεγάλο χάσμα στη γη που μεγάλωνε αδιάκοπα και απειλούσε να εξαφανίσει όλη τη χώρα. O Μίδας ρώτησε το μαντείο τι έπρεπε να κάνει και του… …   Dictionary of Greek

  • καθιδρύω — (AM καθιδρύω) θεμελιώνω, χτίζω, ανεγείρω, ιδρύω («ὑπ αὐτὴν τὴν ἀκρόπολιν γυμνάσιον καθίδρυσε», ΠΔ) νεοελλ. καθιερώνω, θεσπίζω μσν. αρχ. παθ. καθιδρύομαι κατοικώ, εγκαθίσταμαι κάπου αρχ. 1. βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω κάποιον («Τηλέμαχος δ… …   Dictionary of Greek

  • τίμιος — α, ο / τίμιος, ία, ον, ΝΜΑ θηλ. και ος, Α [τιμή] (για πρόσ.) ο άξιος τιμής και σεβασμού, αξιότιμος νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει συναίσθηση τής ατομικής αξιοπρέπειας και τηρεί τους κανόνες τής ηθικής, έντιμος, ηθικός 2. αυτός που εκτελεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”